- οσκικός
- -ή, -ό [Όσκοι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Όσκους, λαό που κατοικούσε στην Καμπανία2. φρ. «οσκική γλώσσα» ή «οσκική διάλεκτος» ή, απλώς, «η Οσκική»γλωσσ. η πιο διαδεδομένη γεωγραφικά διαλεκτική ομάδα τής Ιταλικής Χερσονήσου, πριν από την εξάπλωση τής Λατινικής, ομιλητές τής οποίας ήταν οι Σαμνίτες, οι κάτοικοι τής Λουκανίας και τού Βροντίου και, με ελάχιστες αποκλίσεις, οι φυλές που κατοικούσαν μεταξύ Λατίου και Αδριατικής, στους οποίους επίσης πρέπει να συγκαταλεχθούν και οι μυθικοί Σαβίνοι.
Dictionary of Greek. 2013.